φύλλο

φύλλο
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.).
* * *
το / φύλλον, ΝΜΑ
1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού βλαστού τών τραχεοφύτων, η οποία αποτελεί το κύριο φωτοσυνθετικό όργανο τού φυτού και επιτελεί σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία τής διαπνοής (α. «βασιλικός πλατύφυλλος με τα σαράντα φύλλα» β. «τα φύλλα τής ελιάς» γ. «ἰδὼν συκῆν... ἦλθεν ἐπ' αὐτὴν καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰμὴ φύλλα μόνον», ΚΔ
δ. «οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. καθένα από τα πέταλα τού άνθους τών φυτών (α. «τριαντάφυλλο με εκατό φύλλα» β. «ῥόδον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. οτιδήποτε λεπτό και πλατύ από μέταλλο, ξύλο, ζύμη κ.λπ. (α. «φύλλα χρυσού» β. «φύλλο κόντρα πλακέ» γ. «φύλλο για μπακλαβά»)
2. εφημερίδα, περιοδικό, τεύχος (α. «απογευματινό φύλλο» β. «το χθεσινό φύλλο τής εφημερίδας» γ. «δεκαπενθήμερο φύλλο»)
3. τμήμα πόρτας ή παραθύρου που ανοιγοκλείνει
4. καθένα από τα κομμάτια υφάσματος που ράβονται μαζί στο γυναικείο φόρεμα
5. ναυτ. κάθε κομμάτι τού πανιού ιστιοφόρου πλοίου
6. τραπουλόχαρτο
7. μαθημ. επίπεδη καμπύλη, μέρος τής οποίας μοιάζει με φύλλο
8. στρ. έγγραφο που φανερώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο στρατιωτικός που τό έχει (α. «φύλλο πορείας» β. «φύλλο αδείας»)
9. φρ. α) «άμισχο φύλλο»
βοτ. φύλλο χωρίς μίσχο
β) «απλό φύλλο»
βοτ. φύλλο τού οποίου το έλασμα είναι μονοτμηματικό
γ) «σύνθετο φύλλο»
βοτ. φύλλο τού οποίου το έλασμα αποτελείται από περισσότερα τού ενός τμήματα, από τα λεγόμενα φυλλάρια
δ) «τυπογραφικό φύλλο»
(τυπογρ.) βλ. τυπογραφικός
ε) «μαγνητικό φύλλο»
φυσ. μαγνήτης με μορφή λεπτού ελάσματος, τού οποίου οι δύο όψεις έχουν ίσες και αντίθετες μαγνητικές πυκνότητες
στ) «θα γυρίσω φύλλο»
(ως απειλητική προειδοποίηση) θα αλλάξω συμπεριφορά
ζ) «φύλλο συκής» — αδαμιαία περιβολή, γύμνια
η) «χωρίς φύλλο συκής» — χωρίς ντροπή, τελείως αδιάντροπα
θ) «έχει φύλλο» — τόν ευνοούν οι περιστάσεις
ι) «γύρισε το φύλλο» — άλλαξε φρονήματα ή συναισθήματα
ια) «τόν παίρνει στο φύλλο»
(για ιστίο) η διεύθυνση τού ανέμου δεν τό φουσκώνει, αλλά τό τρεμουλιάζει
νεοελλ.-μσν.
καθένα από τα επιμήκη, συνήθως, κομμάτια χαρτιού από τα οποία αποτελείται ένα βιβλίο
μσν.-αρχ.
φρ. «φύλλον τὸ ἰνδικόν»
βοτ. το τριφύλλι
αρχ.
1. το άνθος τού φυτού («ὑακίνθινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασθαι», Θεόκρ.)
2. φυτό, χορτάρι («φύλλων δ' ὅσσ' ἄσπαρτα ἐρρίζωται ἀρούραις», Νουμήν.)
3. ονομασία διαφόρων φυτών
4. ο σπόρος τού φυτού σίλφιο
5. φρ. α) «ἤπια φύλλα» — θεραπευτικά βότανα
β) «φύλλοις βάλλω τινά» — ραίνω κάποιον με φύλλα δάφνης ή μυρτιάς ή με πέταλα ανθέων (Ευρ.)
γ) «πλεκτὰ φύλλα» — στεφάνι, από φύλλα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύλλον ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhel- «φύλλο, άνθηση, ανθίζω» (η οποία πιθανότατα προέρχεται από τη ρίζα *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» τών τ. φαλλός*, φλέω*, φλύω* κ.λπ. με την έννοια τής αφθονίας χυμών, τής άνθησης, βλ. και λ. φλέω, φλύω) και συνδέεται με τ. όπως: λατ. folium (από την ετεροιωμένη βαθμίδα), αρχ. άνω γερμ. blat «άνθηση», γερμ. Blatt «φύλλο», μέσ. ιρλνδ. blāth «άνθηση, άνθος» (τ. που εμφανίζουν οδοντική παρέκταση -t-). Ο ελλ. τ. φύλλον, από μορφολογική άποψη, έχει προέλθει από τ. *bhulyo- ή *bhulio-με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -l-τής συνεσταλμένης βαθμίδας ως -υ- (πρβλ. μύλη < *ml- τής ρίζας *mel-), πιθανότατα κατ' επίδραση τού τ. φυτόν.
ΠΑΡ. φυλλάριο(ν), φυλλίζω, φυλλίτης, φυλλώδης, φυλλώ(-νω)
αρχ.
φυλλάζω, φυλλάς, φυλλείον, φυλλίνης, φύλλινος, φύλλίον, φυλλίτις, φυλλιώ, φυλλιών
αρχ.-μσν.
φυλλίς
νεοελλ.
φυλλαράκι, φυλλαρούδι, φυλλιδωτός, φυλλίνη, φυλλουριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φυλλάκανθος, φυλλοβόλος, φυλλοτόμος, φυλλοφόρος
αρχ.
φυλλάμπελον, φυλλαναλογημός, φυλλανθές, φυλλάνθιον, φυλλόκομος, φυλλοκόπος, φυλλολόγος, φυλλομανής, φυλλορόος, φυλλοσινής, φυλλόσκεπος, φυλλόστρωτος, φυλλοτόκος, φυλλοτρώξ, φυλλοφυώ
αρχ.-μσν.
φυλλοχόος
μσν.
φυλλοδάφνη, φυλλοκτόνος
μσν.- νεοελλ.
φυλλοκάρδια, φυλλομαντεία
νεοελλ.
φύλλανθος, φύλλαρθρο, φυλληρεφής, φυλλόβιος, φυλλόγναθος, φυλλόδερμα, φυλλοδήκτης, φυλλοειδής, φυλλόκακτος, φυλλόκερας, φυλλοκλάδιο, φυλλόκλαδος, φυλλοκοινία, φυλλομαδώ, φυλλομέδουσα, φυλλομετρώ, φυλλόμορφος, φυλλονυχτερίδα, φυλλοξήρα, φυλλοπορφυρίνη, φυλλοπτέρυξ, φυλλόρρινος, φυλλοσκεπής, φυλλόσταχυς, φυλλοστρωμένος, φυλλοταξία, φυλλοτρήτης, φυλλοφάγος, φυλλόχλωρος. (Β' Συνθετικό) α) σε -φυλλος: αείφυλλος, ακανθόφυλλος, αραιόφυλλος, άφυλλος, εκατοντάφυλλος, έμφυλλος, καλλίφυλλος, κατάφυλλος, λειόφυλλος, λεπτόφυλλος, λευκόφυλλος, μακρόφυλλος, μεγαλόφυλλος, μικρόφυλλος, μονόφυλλος, ολιγόφυλλος, πεντάφυλλος, πλατύφυλλος, πολύφυλλος, πυκνόφυλλος, ριζόφυλλος, σαρκόφυλλος, σκληρόφυλλος, στενόφυλλος, τρίφυλλος, χιλιόφυλος
αρχ.
αεξίφυλλος, ακριτόφυλλος, ακρόφυλλος, βαθύφυλλος, βραχύφυλλος, γωνιόφυλλος, δωδεκάφυλλος, εγγειόφυλλος, εικοσίφυλλος, εινοσίφυλλος, εμπεδόφυλλος, επετειόφυλλος, επιγειόφυλλος, επικαυλόφυλλος, επτάφυλλος, ερίφυλλος, εύφυλλος, ημερόφυλλος, ιτεόφυλλος, καλαμόφυλλος, καλόφυλλος, κινησίφυλλος, κοιλόφυλλος, μονόφυλλος, μελάμφυλλος, μελανόφυλλος, νηριτόφυλλος, οξύφυλλος, ουλόφυλλος, πανάφυλλος, πιόφυλλος, προσριζόφυλλος, σπανόφυλλος, τανίφυλλος, τανύφυλλος, ταξίφυλλος, τριακοντάφυλλος, τριχόφυλλος
νεοελλ.
αβρόφυλλος, ανισόφυλλος, αριόφυλλος, βελονόφυλλος, γυμνόφυλλος, δασύφυλλος, δίφυλλος, εικοσάφυλλος, εκατόμφυλλος, εννεάφυλλος, εξάφυλλος, τετράφυλλος, χλωρόφυλλος
β) σε -φυλλο(ν): αμπελόφυλλο(ν), εκατόφυλλο(ν), ελαιόφυλλο(ν), καρπόφυλλο(ν), καρυόφυλλο(ν), κισσόφυλλο(ν), κιτρόφυλλο(ν), μηλόφυλλο(ν), μυριόφυλλο(ν), παράφυλλο(ν), ροδόφυλλο(ν), συκόφυλλο(ν)
αρχ.
αγριόφυλλον, ακρόφυλλον, απλόφυλλον, απόφυλλον, γλυκύφυλλον, καλλίφυλλον, μαχαιρόφυλλον, μελισσόφυλλον, μελιτόφυλλον, μελίφυλλον, ξηροκαρυόφυλλον, ξυλοκαρυόφυλλον, ονόφυλλον, οξυτρίφυλλον, οξύφυλλον, οπόφυλλον, πολιόφυλλον, στησίφυλλον, συκινόφυλλον, τρίσφυλλον, υδνόφυλλον, χαιρέφυλλον
νεοελλ.
αμυγδαλόφυλλο, δαφνόφυλλο, εξώφυλλο, θυρόφυλλο, καπνόφυλλο, λαχανόφυλλο, οπισθόφυλλο, παραθυρόφυλλο, σιδηρόφυλλο, τριαντάφυλλο, χαλυβδόφυλλο, χρυσόφυλλο, ωραιόφυλλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φύλλο — το 1. το όργανο αναπνοής του φυτού, πράσινο όταν είναι στην ακμή του, γεμάτο φυτικές νευρώσεις και προσαρμοσμένο στο βλαστό ή στο κλαδί με μίσχο. 2. καθένα από τα πέταλα άνθους: Φύλλο τριαντάφυλλου. 3. μτφ., αντικείμενο πλατύ και λεπτό σαν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • μονόφυλλος — η, ο (ΑΜ μονόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο νεοελλ. μσν. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”